Θ/Κ ΑΒΕΡΩΦ
Το Ιστορικό ενός Θρύλου
H επίδοση και τα κατορθώματα ορισμένων μονάδων του ελληνικού στόλου αποτελούν, ενίοτε, κομβικά σημεία της ναυτικής ιστορίας. Η περίπτωση της υπερεκατονταετούς ζωής του θωρακισμένου καταδρομικού Γεώργιος Αβέρωφ επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Είναι ζήτημα εάν στην παγκόσμια ιστορία θα μπορούσαμε να συναντήσουμε άλλο πολεμικό πλοίο που να συνδέθηκε για σχεδόν μισό αιώνα τόσο στενά με την ιστορία και τα πεπρωμένα ενός έθνους. Το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», μαζί με την προσωπικότητα και το πατριωτικό ήθος του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων εθνικής εμβέλειας χωρίς ουδέποτε να γνωρίσει την ήττα και την ατίμωση.
Το 1909 συνειδητοποιήθηκε ότι τα στρατηγικά, τεχνολογικά και επιχειρησιακά δεδομένα ενός πολέμου στις ελληνικές θάλασσες απαιτούσαν την ένταξη στον ελληνικό στόλο θωρηκτής μονάδας μεγάλης ταχύτητας για να μπορέσει το ελληνικό ναυτικό να καλύψει τα πιθανά θέατρα ναυτικών επιχειρήσεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» αποτελεί την κορωνίδα του εξοπλιστικού προγράμματος, το οποίο ξεκίνησε από την περίοδο διακυβέρνησης της Χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη και συνεχίστηκε με αυξομειώσεις μέχρι το 1911. Η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη είχε απευθυνθεί στα Ναυπηγεία Ορλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας για την αγορά ενός ημιτελούς πλοίου (θωρακισμένο εύδρομο). Το Αβέρωφ αγοράσθηκε τότε στην τιμή των 23.000.000 χρυσών δραχμών,δύο εκατομμύρια χαμηλότερα από το κόστος του αδελφού πλοίο του Πίζα. Το ένα πέμπτο της απαιτούμενης δαπάνης καλύφθηκε από το κληροδότημα του ζάπλουτου Γεώργιου Αβέρωφ και το πλοίο πήρε το όνομά του, ενώ το υπόλοιπο καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου και την Ελληνική Κυβέρνηση.
Το Γ. Αβέρωφ καθελκύστηκε την 12η Μαρτίου 1910 και την 1η Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε στον Πειραιά και λίγο αργότερα κατευθύνθηκε στον Παγασητικό όπου έλαβαν χώρα μεγάλα γυμνάσια και επισημάνθηκαν σημαντικά περιθώρια βελτίωσής του. Το Αβέρωφ υπήρξε η ισχυρότερη και πλέον σύγχρονη ναυτική μονάδα των Βαλκανικών πολέμων. Είχε μήκος 140.6 μέτρα, πλάτος 21 μέτρα και το εκτόπισμά του ανέρχονταν σε 10.118 τόνους. Το θωρακισμένο εύδρομο είχε ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 γαλλικούς λέβητες, γερμανικές γεννήτριες και αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG και μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε ήταν 23 κόμβοι. Ειδικότερα το πυροβολικό του αποτελούνταν από 4 πυροβόλα των 23,4 εκατοστών σε δύο δίδυμους πύργους στην πλώρη και στην πρύμνη, από 8 πυροβόλα των 19 εκατοστών σε 4 δίδυμους πύργους, δύο σε κάθε πλευρά στο μέσο, καθώς και από 16 ταχυβόλα των 7.62 εκατοστών. Την επόμενη εικοσαετία το πυροβολικό του Αβέρωφ αναβαθμίστηκε σημαντικά. Το Αβέρωφ διέθετε επίσης δύο υποβρύχιους, πλευρικούς, τορπιλοβλητικούς σωλήνες κι έναν πρυμναίο. Την άμυνα του πλοίου αποτελούσε ζώνη χαλύβδινου θώρακα, που εκτείνονταν σε όλο το μήκος του από την πλώρη μέχρι την πρύμνη.
Το πλοίο δεν άργησε να γνωρίσει το βάπτισμα του πυρός. Τον Οκτώβριο του 1912, με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το «Γ. Αβέρωφ», επικεφαλής του Στόλου του Αιγαίου υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απέπλευσε προς τα Δαρδανέλια. Κατέλαβε τη Λήμνο και στον όρμο του Μούδρου εγκαταστάθηκε το προχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η κατάληψη του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος,Σαμοθράκη. Ίμβρος, Τένεδος, Αγ. Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος).
Παρά τις τόσες τεχνικές αρετές του, οι Έλληνες γνώριζαν ότι η θωράκιση του Αβέρωφ μπορούσε να διατρηθεί από τα βλήματα των 28 εκατοστών των τουρκικών θωρηκτών Χαïρεντίν Μπαρμπαρός και Τοργκούτ Ρεΐς. Κάτι που, άλλωστε, προσπάθησαν να κάνουν τα δύο αυτά τουρκικά θωρηκτά ανεπιτυχώς κατά τη Ναυμαχία της Έλλης (16/12/12). Στη νικηφόρα αυτή ναυμαχία το Αβέρωφ καταδίωξε ριψοκίνδυνα από εξαιρετικά μικρές αποστάσεις τον αντίπαλο στόλο, αξιοποιώντας την υπεροχή του σε ταχύτητα έναντι του τουρκικού θωρηκτού στόλου. Στην Ναυμαχία της Λήμνου (18/1/1913) το Αβέρωφ έβαλε κατά του αντιπάλου από σημαντικά μεγαλύτερες αποστάσεις. Όπως και στη Ναυμαχία της Έλλης, ο Οθωμανικός στόλος υποχώρησε στο ορμητήριό του με την ελληνική ναυαρχίδα να τον καταδιώκει, εκτελώντας μαιάνδρους εκατέρωθεν της τουρκικής γραμμής ώστε οι πύργοι και των δύο πλευρών του Αβέρωφ να έχουν τομέα βολής.
Στο ξεκίνημα του του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1914 και έως το τέλος του έτους το Αβέρωφ περιπολούσε στην περίμετρο των Δαρδανελίων με σκοπό να αποτρέψει την έξοδο του Οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο. Κατά τη διάρκεια του 1915 και μεγάλου μέρους του 1916 το Αβέρωφ συμμετείχε σε εντατικά ναυτικά γυμνάσια. Η Ελλάδα εισήλθε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ τον Ιούνιο του 1917 και ένα χρόνο αργότερα το Αβέρωφ εντάχθηκε στη συμμαχική μοίρα του Αιγαίου στον Μούδρο. Με το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης – Οκτώβριος 1918 – η Τουρκία συνθηκολόγησε (ανακωχή του Μούδρου) και η Ελλάδα βρέθηκε στην πλευρά των νικητών.
Την 31η Οκτωβρίου 1918 το Αβέρωφ εισέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη με τη Συμμαχική μοίρα του Αιγαίου και τον Απρίλιο του 1919 αγκυροβόλησε παρά το φαρόπλοιο της Οδησσού τη μέρα που καταλήφθηκε η πόλη από τους Μπολσεβίκους. Την 15η Μαΐου 1919 υποστήριξε την απόβαση ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Σμύρνη. Από τον Οκτώβριο του 1919 έως τον Ιούνιο του 1920 επισκευάστηκαν οι μηχανές του Αβέρωφ στη Μάλτα. Τον Ιούλιο του 1920 συμμετείχε στην επιχείρηση κατάληψης της Ραιδεστού και την 25η Μαΐου 1922 βομβάρδισε την Σαμψούντα.
Μετά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης το «Γ. Αβέρωφ» μαζί με τον υπόλοιπο στόλο μετέφερε τα ελληνικά στρατεύματα στην Ιωνία. Οι εξελίξεις των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία διέγραψαν γρήγορα αρνητική πορεία που κατέληξε στη Καταστροφή του ΄22. Το «Γ. Αβέρωφ» βρέθηκε ξανά στα μικρασιατικά παράλια, τούτη τη φορά για να βοηθήσει στη μεταφορά των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου ελληνικού στοιχείου.
Μεταξύ του τέλους της Μικρασιατικής εκστρατείας τον Οκτώβριο του 1922 και της υπογραφής της συνθήκης της Λοζάνης τον Ιούλιο του 1923, το Αβέρωφ συμμετείχε σε εντατικά ναυτικά γυμνάσια. Μετασκευάστηκε στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 και πρωτοστάτησε στις περισσότερες ασκήσεις του ελληνικού στόλου μέχρι και την ψήφιση του ναυτικού προγράμματος του 1931. Έπειτα, περιορίστηκαν οι κινήσεις του για οικονομικούς λόγους.
Την τελευταία τετραετία πριν την είσοδο της Ελλάδας στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το Αβέρωφ επανήλθε στην ενέργεια εκτελώντας επίσημους πλόες στο εξωτερικό. Παρά όμως την επαναδραστηριοποίησή του η μέγιστη ταχύτητά του δεν υπερέβαινε τα 16 μίλια λόγω της φθοράς των λεβήτων του ενώ η μαχητική ικανότητά του είχε πέσει στο 1/3 του αρχικού δυναμικού της.
Στην έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» ήταν η ναυαρχίδα του ελληνικού πολεμικού στόλου.
Ο βομβαρδισμός του Ναυστάθμου από ιταλικά αεροπλάνα την 1 Νοεμβρίου του 1940 οδήγησε στη μεταστάθμευση της ελληνικής ναυαρχίδας στην Ελευσίνα όπου και παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Τη 18η Απριλίου 1941, το Αβέρωφ με πρωτοβουλία των Αξιωματικών και του πληρώματός του, έπλευσε για τη Σούδα και στη συνέχεια στη Μέση Ανατολή, μετά από αλληλοαναιρούμενες διαταγές, διοικητική ολιγωρία και άκρατες φήμες περί αυτοβύθισής του πριν τα προελαύνοντα Γερμανικά στρατεύματα εισέλθουν στην Αθήνα.
Το πρώτο δίμηνο της παραμονής του Αβέρωφ στην Αλεξάνδρεια το πλοίο χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Ελληνικού Υπουργείου Ναυτικών. Στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους το Αβέρωφ αγκυροβόλησε στη Βομβάη και μετά από ένα σύντομο δεξαμενισμό του εκεί δραστηριοποιήθηκε στις συνοδείες νηοπομπών και στις περιπολίες στον Ινδικό Ωκεανό και στον Περσικό κόλπο.
Το Αβέρωφ επέστρεψε στο Πόρτ Σάϊδ στις 23 Νοεμβρίου 1942 και χρησίμευσε ως Αρχηγείο Στόλου μέχρι τον Ιανουάριο του 1944. Λειτούργησε επίσης ως κέντρο εκπαίδευσης έως τις 26 Αυγούστου του 1944. Συντόνισε επίσης και υποστήριξε σημαντικά τη διοικητική μέριμνα της επιχείρησης που κατέληξε στην απελευθέρωση της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1944.
Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1944 και ύστερα από απουσία σχεδόν τεσσάρων ετών, ο τότε ένδοξος «Αβέρωφ» επέστρεψε στις 16 Οκτωβρίου 1944 το απόγευμα στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και αγκυροβόλησε πανηγυρικά στον Φαληρικό όρμο.
Τον Μάιο του 1945, μετέφερε τον αντιβασιλέα, Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, σε Θεσσαλονίκη και Ρόδο, όπου, έγινε ο αρραβώνας της ένωσης των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα. Το Αβέρωφ συνέχισε να στεγάζει το επιτελείο του Αρχηγού Στόλου μέχρι το 1951. Το 1952 διετάχθει ο παροπλισμός του και το 1957 ελλιμενίστηκε στον Πόρο μπροστά από το κεντρικό Προγυμναστήριο όπου και παρέμεινε έως το 1983. Τότε το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό έπεισε την ηγεσία της χώρας για τη μετατροπή του σε πλωτό μουσείο στο Παλαιό Φάληρο, όπου ένα μεγάλο μέρος των δαπανών αποκατάστασης από το 1985 μέχρι σήμερα προήλθε από δωρεές ιδιωτών. Από το 2015 το Θ/Κ ΑΒΕΡΩΦ αποτελεί πλοίο έδρας του Αρχηγού ΓΕΝ.
Στη μακρόχρονη ιστορία του το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ γνώρισε μεγάλες στιγμές δόξας. H δράση του αντανακλά την ιστορία της Ελλάδα του 20ου αιώνα, την Ελλάδα που τόσο βοήθησε το Αβέρωφ να αποκτήσει τα τωρινά της σύνορα.
Σήμερα το Πλωτό Ναυτικό Μουσείο Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» αποτελεί όχι μόνο ένα χώρο ιστορικής μνήμης, αλλά και μια δραστήρια εκπαιδευτική κοινότητα υποδεχόμενο καθημερινά επισκέψεις σχολείων, ιδρυμάτων, οργανισμών, καθώς και πλήθους ιδιωτών.