Η Ναυμαχία της Λήμνου
Υπό Ανθυποπλοιάρχου (ΕΦ/Ο) Παναγιώτη Γέροντα ΠΝ – Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού
Πρόλογος.
Η Ελλάδα τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων ευρισκόταν σε εποχή ανάκαμψης, εκσυγχρονισμού και αναδημιουργίας. Αυτή η κατάσταση ήταν απόρροια προσπαθειών πολλών ετών. Παρά τις όποιες καθυστερήσεις, οι προοδευτικές δυνάμεις βρήκαν τον τρόπο έκφρασής τους και τελικά υπερίσχυσαν με σκοπό την μεταμόρφωση της Ελλάδος σε σύγχρονο κράτος δυτικού τύπου.
Παράλληλη πορεία πήραν και οι Ένοπλες Δυνάμεις της Χώρας. Πολιτικοί άνδρες έβαλαν στο κέντρο της μεταρρυθμιστικής τους προσπάθειας την ανασύνταξή τους με την πρόσκτηση υλικού και μετάκληση ξένων αποστολών για την εκπαίδευση των στελεχών.
Η πρώτη προσπάθεια ανασύνταξης του Πολεμικού Ναυτικού (τότε Βασιλικού Ναυτικού) γίνεται στα χρόνια διακυβέρνησης του Κουμουνδούρου και ενώ είχε φανεί στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση(1866) η μαχητική του αδυναμία[1]. Μεγάλη προσπάθεια όμως στο θέμα του εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων πραγματοποιήθηκε στην περίοδο της διακυβέρνησης της Χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ο χαρισματικός πολιτικός είχε βάλει ως κέντρο της μεταρρυθμιστικής του προσπάθειας την δημιουργία ικανών Ενόπλων Δυνάμεων με σκοπό την εμπέδωση αισθήματος ασφαλείας στη Χώρα. Η Ελλάδα πολλές φορές είχε κακοπάθει στο παρελθόν με συμμετοχή σε πολεμικές περιπέτειες με απαράσκευες δυνάμεις. Αυτά ανήκαν πλέον στο παρελθόν.
Το Ναυτικό είχε οργανωθεί σε θέματα υλικού (οι ναυπηγήσεις ναυτικών μονάδων ξεκίνησε ουσιαστικά το 1878 με το καταδρομικό Ναύαρχος Μιαούλης και συνεχίστηκαν μέχρι και μετά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου) και σε θέματα εκπαίδευσης[2]. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η Γαλλική Ναυτική Αποστολή υπό τον Γάλλο υποναύαρχο Charles Joseph Leurent Lejeune (Λεζέν), η οποία οργάνωσε το Ναυτικό σε όλους τους τομείς με χρηματικές απολαβές που λίγο διέφεραν από αυτά που έπαιρναν στη Γαλλία[3].
Κορωνίδα των εξοπλιστικού προγράμματος του Ναυτικού υπήρξε αναμφίβολα το θωρακισμένο καταδρομικό Γεώργιος Αβέρωφ, το οποίο και έγειρε αποφασιστικά τη πλάστιγγα στη μάχη για την κυριαρχία στο Αιγαίο εναντίον του Οθωμανικού Ναυτικού. Αυτό όμως δεν πρέπει να παρερμηνευθεί. Η νίκη του Ελληνικού Ναυτικού ήταν η συνισταμένη ενός άρτια εκπαιδευμένου προσωπικού, σωστών εξοπλιστικών κινήσεων[4] και ενός θαρραλέου αρχηγού.
Οι νίκες στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου «κλείδωσαν» την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο Πέλαγος. Για να γίνει κατανοητή η συνεισφορά του Ναυτικού στον εθνικό αλλά και συμμαχικό αγώνα, δέον είναι ν’ αναφερθούν δύο πράγματα: πρώτο, ακόμα και η συμμετοχή της Ελλάδος στην ιδιότυπη βαλκανική συμμαχία στηρίχθηκε στην ύπαρξη του Ελληνικού Ναυτικού[5] παρόλο που τα συμφέροντα Ελλάδος και Βουλγαρίας ήταν αντικρουόμενα στην περιοχή της Μακεδονίας. Η βουλγαρική Ηγεσία γνώριζε ότι χωρίς το Ελληνικό Ναυτικό, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διεκπεραίωνε στρατό στην Βαλκανική και τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για τις συμμαχικές δυνάμεις. Δεύτερο, οι κατίσχυση του Ελληνικού Ναυτικού ήταν καταλυτική στην συμμαχική νίκη, διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αναγκασμένη να μεταφέρει στρατεύματα από το απαρχαιωμένο και σε κακή κατάσταση χερσαίο και σιδηροδρομικό δίκτυο[6].
Οι απελευθερώσεις των νήσων και η Ναυμαχία της Έλλης[7]
Ο Ελληνικός Στόλος με αρχηγό τον υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη[8] άμεσα με την κήρυξη του πολέμου απελευθερώνει την Λήμνο[9] και εγκαθιστά στον Μούδρο ταχύτατα ναυτική βάση. Αντιτορπιλικά αναλαμβάνουν την άγρυπνη φρούρηση των Δαρδανελλίων ενώ παράλληλα απελευθερώνονται τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Πρώτα απελευθερώνονται η Ίμβρος, ο Άγιος Ευστράτιος, η Θάσος και η Σαμοθράκη. Τα νησιά αυτά απελευθερώθηκαν αναίμακτα λόγω της εθνολογικής κυριαρχίας του ελληνικού στοιχείου. Την ίδια περίοδο που απελευθερώνονται τα νησιά, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 11, τορπιλίζει το αγκυροβολημένο οθωμανικό θωρηκτό Φετιχ-ι-Μπουλέντ και συνέχεια εξέρχεται του λιμένος με το πλοίο ανέπαφο. Αυτό το κατόρθωμα, αν και δεν επηρέασε τον πόλεμο, εν τούτοις είχε σοβαρή θετική επίδραση στο ηθικό των πληρωμάτων του Ελληνικού Στόλου. Στη συνέχεια απελευθερώνονται τα νησιά των Ψαρών, της Ικαρίας και της Τενέδου[10].
Στις 27 Οκτωβρίου καταλαμβάνεται η Θεσσαλονίκη από τον Ελληνικό Στρατό μόλις λίγο πριν εισέλθει στην πόλη ο Βουλγαρικός. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση πληροφορείται ότι ο Βουλγαρικός Στρατός που είχε φθάσει έξω από την Θεσσαλονίκη, θα εκινείτο προς κατάληψη του Αγίου Όρους. Ο Ελληνικός Στόλος όμως αποβίβασε άμεσα άγημα με αποτέλεσμα η βουλγαρική επιχείρηση να ματαιωθεί.
Στις 8 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε απόβαση στη Μυτιλήνη και ο Οθωμανικός Στρατός αποσύρθηκε στα ορεινά[11]. Στην συνέχεια ο Ελληνικός Στόλος ανέλαβε την φρούρηση της μεταφοράς Βουλγαρικού Στρατού από τη Θεσσαλονίκη στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη). Η ελληνική Ηγεσία δέχθηκε πρόθυμα την συμμαχική αποστολή για να αποσυμφορηθεί η Θεσσαλονίκη από την ενοχλητική παρουσία τόσο πολλών βουλγαρικών δυνάμεων.
Η πιο δύσκολη επιχείρηση απελευθέρωσης ήταν αυτή της Χίου. Τα ελληνικά πολεμικά της «Μοίρας των Ευδρόμων»[12] υπό τον πλοίαρχο Ιωάννη Δαμιανό και τα μεταγωγικά του Στρατού μεθορμίστηκαν στη θέση «Κοντάρι» της Χίου, όπου είχε αποφασιστεί ότι θα γινόταν η απόβαση. Οι Οθωμανοί όμως ήταν καλά οχυρωμένοι και άρχισαν να πυροβολούν με το που είδαν να πλησιάζουν οι λέμβοι. Στις μανιασμένες μάχες που ακολούθησαν, το ελληνικό αποβατικό άγημα αν και πιο ολιγάριθμο από το εχθρικό προσπαθούσε να εξοντώσει τους εχθρούς που είχαν καταλάβει δυσπρόσιτες θέσεις. Σε μια τέτοια θαρραλέα ελληνική επίθεση βρήκαν το θάνατο ο ανθυποπλοίαρχος Νικόλαος Ρίτσος, ο νεαρός δόκιμος Παστρικάκης και 20 ναύτες του αγήματος. Παρόλα αυτά μόνο όταν εξουδετερώθηκαν οι οθωμανικές δυνάμεις στα ορεινά της Μυτιλήνης, κατέστη δυνατόν να αποσταλούν σημαντικές ενισχύσεις στη Χίο. Στις 20 Δεκεμβρίου απελευθερώνεται η Χίος και οι εναπομείνασες οθωμανικές δυνάμεις παραδίδονται.
Όλο αυτό το διάστημα το Οθωμανικό Ναυτικό αναλωνόταν σε μικροεπιχειρήσεις εναντίον του εμβρυακού Βουλγαρικού Ναυτικού στην Μαύρη Θάλασσα. Οι Βούλγαροι είχαν και κάποιες επιτυχίες κατά του Οθωμανικού Στόλου. Μόνο όταν υπεγράφη ανακωχή μεταξύ των Βαλκάνιων Συμμάχων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Οθωμανικός Στόλος αποφάσισε να βγει να ναυμαχήσει τον Ελληνικό. Η Ελλάδα απέρριψε δελεαστική πρόταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για χωριστή ανακωχή και συνέχισε να είναι σε εμπόλεμη κατάσταση.
Το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου του 1912 έγινε η πρώτη μικροσυμπλοκή μεταξύ Ελληνικού Στόλου με οθωμανικό πλοίο, το καταδρομικό Μετζητιέ. Το Μετζητιέ συμπλέκεται με τα ελληνικά αντιτορπιλικά ανταλλάσοντας σφοδρό πυρ. Ο διοικητής του Στολίσκου Αντιτορπιλικών πλοίαρχος Α. Βρατσάνος διατάζει και το υποβρύχιο Δελφίν (κυβερνήτης πλωτάρχης Σ. Παπαρρηγόπουλος) να καταδυθεί και να προσεγγίσει για επίθεση. Ήταν όμως αργά το Μετζητιέ απομακρύνθηκε και ξαναμπήκε στα Στενά. Η συμπλοκή αυτή υπήρξε λίαν επικίνδυνη για τα ελληνικά αντιτορπιλικά γιατί εκτός από τα πυρά του Μετζητιέ, δέχονταν και αυτά των οθωμανικών επάκτιων πυροβολείων. Είχε ήδη φανεί ο τρόπος που θα ναυμαχούσε ο Οθωμανικός Στόλος. Τα εχθρικά πλοία θα προσπαθούσαν να παρασύρουν τα ελληνικά μέσα στο πεδίο βολής των επάκτιων πυροβολείων.
Στις 8.00 π.μ. της 3ης Δεκεμβρίου τα οθωμανικά πλοία εξέρχονται των Στενών σε γραμμή παραγωγής[13]. Πρώτα βγαίνει το καταδρομικό Μετζητιέ ακολουθούμενο από οκτώ αντιτορπιλικά και μετά από αυτά ακολουθούσαν τέσσερα θωρηκτά. Στην εξέλιξη της ναυμαχίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο η ελληνική τόλμη του αρχηγού ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, η ευψυχία των ελληνικών πληρωμάτων καθώς και η τεχνολογική υπεροχή του θωρηκτού Γεώργιος Αβέρωφ.
Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης αποδέσμευσε τον υπόλοιπο Ελληνικό Στόλο υψώνοντας επί της ναυαρχίδας του τη σημαία «Ζ» που σημαίνει «αι κινήσεις μου ανεξάρτηται» και εφόρμησε στον Οθωμανικό Στόλο με ταχύτητα 21 κόμβων με σκοπό να υπερφαλαγγίσει τα εχθρικά θωρηκτά διαγράφοντας τόξο από μπροστά τους. Επειδή όμως τα άλλα θωρηκτά είχαν μικρή ταχύτητα, το Γεώργιος Αβέρωφ πέρασε μόνο του ανάμεσα σε πυκνά πυρά των εχθρικών πλοίων και των επάκτιων πυροβολείων, πράγμα το οποίο πανικόβαλε τους Οθωμανούς που έκαναν στροφή και εισήλθαν με αταξία στα Στενά.[14]
Ο παραπάνω αναφερθείς ελιγμός ονομάζεται «Διασταύρωση του Τ» και χρησιμοποιήθηκε στη ναυμαχία της Τσουσίμα από τα ιαπωνικά θωρηκτά εναντίον των Ρώσων. Στηρίζεται στην ιδέα ότι τα θωρηκτά του στόλου Α που «περνάνε» από την πλώρη των θωρηκτών του στόλου Β μπορούν να βάλουν με όλα τα πυροβόλα από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, ενώ τα του στόλου Β μόνο με τα πυροβόλα της πλώρης[15].
Οι ζημιές ήταν ασήμαντες για τα ελληνικά πλοία, ενώ τα οθωμανικά πλοία υπέστησαν σοβαρές βλάβες.[16] Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν ο κελευστής της πηδαλουχίας Κατζιντζάρης, ενώ τραυματίστηκαν επτά ναύτες και ανθυποπλοίαρχος Γκούρας Μαμούρης, του οποίου όμως το τραύμα μολύνθηκε και υπέκυψε.
Η Ναυμαχία της Λήμνου.
Μετά την πρώτη αυτή ήττα, το Οθωμανικό Ναυτικό επέδειξε ενεργητικότητα με αποτέλεσμα να γίνουν διάφορες αψιμαχίες μεταξύ ελληνικών και οθωμανικών πλοίων. Σε μία από αυτές, το απόγευμα της 8 Δεκεμβρίου, το Δελφίν κατεδύθη και έβαλε μια τορπίλη κατά του Μετζητιέπου μαζί με άλλα οθωμανικά πλοία είχαν εξέλθει των Στενών. Εν τούτοις η τορπίλη όταν «βγήκε» από τον τορπιλοσωλήνα δεν διέγραψε την τροχιά της αλλά βυθίστηκε[17]. Αυτή ήταν η πρώτη επιθετική τορπιλική ενέργεια υποβρυχίου παγκοσμίως[18].
Στην συνέχεια το Οθωμανικό Ναυαρχείο κατέφυγε σε ένα τέχνασμα αντιπερισπασμού, ούτως ώστε να απομακρύνει το Γεώργιος Αβέρωφ από τα Δαρδανέλλια. Το οθωμανικό καταδρομικό Χαμηδιέ διαφεύγοντας της προσοχής του επιτηρούντος Ελληνικού Στόλου, βγήκε από τα Δαρδανέλλια και έφτασε στη Σύρο και έβαλε κατά του επίτακτου Μακεδονία (2/1/1913) με αποτέλεσμα το ελληνικό πλοίο να μείνει μισοβυθισμένο στο λιμάνι. Στην Αθήνα επικράτησε πανικός αλλά ο Παύλος Κουντουριώτης δεν πτοήθηκε˙ ο Ελληνικός Στόλος συνέχισε να επιτηρεί τα Δαρδανέλλια και το Γεώργιος Αβέρωφπαρέμεινε στη θέση του.
Ήδη από τις 4 Ιανουαρίου όλα έδειχναν ότι ο Οθωμανικός Στόλος θα έβγαινε για την ρεβάνς. Την 8η μ.μ το αντιτορπιλικό Ασπίς [19], το οποίο περιπολούσε προ των Δαρδανελλίων μετέδωσε την πληροφορία ότι οθωμανικό καταδρομικό ευρίσκεται δυτικά των Μαυρονήσων συνοδευόμενο από τορπιλοβόλο τύπου Σιχάο[20]. Το Ασπίς μετέδωσε την αυτή πληροφορία και στα συμπεριπολούντα Λέων και Νίκη, τα οποία όμως κρατούσαν απόσταση προς αποφυγήν συγχύσεως[21]. Ο Ελληνικός Στόλος ήταν έτοιμος για άπαρση. Στις 11: 30 μ.μ. το Ασπίς μετέδωσε ότι έχει οπτική επαφή με τα οθωμανικά πλοία στο άκρο Πουνέντε της Τενέδου. Στις 12: 35 το Ασπίς ανέφερε ότι «πλοίον ταχύ μετά φανών» διήλθε πλησίον οθωμανικού καταδρομικού και πλέει προς Νότο. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης διέταξε το Ασπίς και το Νίκη να τορπιλίσουν το καταδρομικό μόλις δύσει η σελήνη και τοΛέων, το οποίο δεν διέθετε τορπίλες[22], να παρακολουθεί το «ταχύ πλοίον μετά φανών». Στις 2:15 το πρωί το οθωμανικό καταδρομικό είχε χαθεί από την οπτική επαφή του Ασπίς,ενώ το Λέων δεν κατάφερε να συναντήσει το ταχύ πλοίο, το οποίο είχε διαταχθεί να ακολουθήσει. Το Νίκη τέλος ανέφερε ότι κατεδίωξε το ταχύ πλοίο, το οποίο αναγνώρισε ως εμπορικό και ότι επιστρέφει στον Μούδρο.
Την 5 Ιανουαρίου έφτασε τηλεγράφημα στον ναύαρχο Κουντουριώτη από τον υπουργό Νικόλαο Στράτο, το οποίο τον ενημέρωνε για επικείμενη έξοδο του Οθωμανικού Στόλου[23]. Η ηγεσία του Οθωμανικού Στόλου φανταζόταν το Γεώργιος Αβέρωφ να καταδιώκει κάπου μακριά το Χαμηδιέ. Ο αρχηγός Παύλος Κουντουριώτης είχε καταλάβει το τέχνασμα και ο Ελληνικός Στόλος ανέμενε με όλες τις δυνάμεις του την έξοδο του εχθρού.
————————————————————–
Σχεδιάγραμμα Ναυμαχίας της Λήμνου κατά Παύλο Κουντουριώτη-Ιστορικό αρχείο Πλωτού Ναυτικού Μουσείου Θωρηκτο΄Γ.Αβέρωφ’.
1/Από τα οθωμανικά πλοία προπορεύεται το Τοργκούτ. Υπάρχουν διαφωνίες αν προπορευόταν το Τοργκούτ ή το Μπαρμπαρός. Τουρκικές πηγές και η διήγηση ενός Έλληνα ναύτη που υπηρετούσε στο Οθωμανικό Ναυτικό δεικνύουν το Μπαρμπαρός, ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης στην έκθεση του αναφέρει το Τοργκούτ και αυτό παριστάνεται στο σχεδιάγραμμα. 2/Στις 11: 30 οι δύο Στόλοι ευρίσκονται σε απόσταση 8.800 μέτρων. Το οθωμανικό πυρ ξεκινά πρώτο, στις 11: 34 ενώ η απόσταση είναι 8.600 μέτρα. 3/ Στις 11: 55 η απόσταση των δύο Στόλων έχει μειωθεί στα 6.000 μέτρα και ο Οθωμανικός Στόλος τρέπεται σε φυγή. 4/Ο Ελληνικός Στόλος στρέφει προς καταδίωξη του Οθωμανικού Στόλου περί την 12:15 με το θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ να διαγράφει μαιανδρική πορεία ούτως ώστε να βάλει με τα πυροβόλα και των δύο πλευρών του. Στη φάση της οθωμανικής υποχώρησης η απόσταση των δύο αντιπάλων κυμαίνεται μεταξύ 7.000 με 9.900 μέτρα. 5/ Παύση πυρός στις 14: 34.
————————————————————–
Στις 8: 20 το πρωί το αντιτορπιλικό Λέων τηλεγραφούσε «Ε.Χ. Ε.Χ. Ε.Χ. , ολόκληρος ο Τουρκικός Στόλος εξέρχεται». Ο Οθωμανικός Στόλος αποτελούμενος από τρία θωρηκτά και ένα αντιτορπιλικό πλέοντας σε γραμμή παραγωγής κατευθύνθηκε δυτικά και άρχισε να προσεγγίζει την Λήμνο. Σκοπός του Οθωμανικού Στόλου ήταν να προσβάλει την ναυτική βάση στη Λήμνο. Το Μετζητιέ, το οποίο προπορευόταν του υπόλοιπου αντίπαλου στόλου, στις 9: 45 πλησίαζε ήδη την ελληνική ναυτική βάση. Ο Ελληνικός Στόλος αποτελούμενος από τα θωρηκτά Γεώργιος Αβέρωφ, Σπέτσαι, Ύδρα, Ψαρά, δύο ανιχνευτικά το Αετός και τοΙέραξ[24] και τα τρία αντιτορπιλικά Σφενδόνη, Ναυκρατούσα και Νίκη[25] εμφανίστηκε από την άκρα Ειρήνη της Λήμνου.
Η εμφάνιση του Γεώργιος Αβέρωφ πανικόβαλε τους Οθωμανούς και αμέσως άλλαξαν πορεία προς Νότο, ενώ ακόμα και το προπορευόμενο Μετζητιέ συνενώθηκε ταχέως με την κύρια δύναμη του εχθρικού στόλου. Με τον Ελληνικό Στόλο είχαν ενωθεί πλέον και τα Λέων και Ασπίς. Τα οθωμανικά πλοία με την σειρά είχαν ως εξής: πρώτα έπλεαν τα θωρηκτά Μπαρμπαρός, Τουργκούτ, Μεσουδιέ[26] πίσω από αυτά ερχόταν τοΜετζητιέ και τέλος τα οκτώ αντιτορπιλικά.
Ο Ελληνικός Στόλος άρχισε αμέσως να προσεγγίζει τον Οθωμανικό. Στις 11:30 οι δύο Στόλοι ευρίσκονται σε απόσταση 8.800 μέτρων μεταξύ τους, πλέοντας αμφότεροι προς Νότο σε γραμμή παραγωγής με τα θωρηκτά ν’ ακολουθούν συγκλίνουσα πορεία. Στις 11: 34 ξεκινούν να βάλουν τα οθωμανικά πλοία και μετά από ένα λεπτό απαντούν τα ελληνικά. Το οθωμανικό πυρ αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά άστοχο. Τα ελληνικά πυρά βρίσκουν το στόχο τους. Στις 11: 50 η απόσταση έχει ελαττωθεί στα 6.700 μέτρα με τον Οθωμανικό Στόλο να δείχνει σημάδια κάμψης. Στις 11: 56 ο Οθωμανικός Στόλος έχει τραπεί σε φυγή πλέοντας άτακτα βορειοανατολικά προσπαθώντας να επιστρέψει στα Στενά. Ο Ελληνικός Στόλος στρέφει και αυτός περί την 12: 15. Το Γεώργιος Αβέρωφ αύξησε την ταχύτητά του και άρχισε να καταδιώκει τα εχθρικά πλοία. Τα παλαιά θωρηκτά αδυνατούσαν ν’ ακολουθήσουν λόγω της παλαιότητάς τους αλλά και λόγω ατυχών χειρισμών του μοιράρχου Γκίνη[27].
Η καταδίωξη έληξε στις 14: 34 όταν έπαυσε το πυρ και ο Οθωμανικός Στόλος εισήλθε στα Στενά. Το Γεώργιος Αβέρωφ ακολούθησε «μαιανδρική πορεία»[28] ώστε να μπορούν να βάλουν τα πυροβόλα και των δύο πλευρών του. Στην φάση της υποχώρησης η απόσταση μεταξύ Γεώργιος Αβέρωφ και Οθωμανικού Στόλου ήταν 7.000-9.900 μέτρα. Η ναυμαχία είχε ολοκληρωθεί με νίκη του Ελληνικού Στόλου. Κράτησε τρεις ώρες.
Αποτελέσματα
Ο Ελληνικός Στόλος αν και δεν «εκμηδένισε» τον Οθωμανικό Στόλο, εν τούτοις με την Ναυμαχία της Έλλης και κυρίως με αυτή της Λήμνου πέτυχε αυτό που ονομάζεται «αποφασιστική νίκη». Ο Οθωμανικός Στόλος είχε τόσο εκτεταμένες ζημιές στις ναυτικές μονάδες του που δεν αποτόλμησε άλλη έξοδο. Ο αρχηγός των οθωμανικών Ενόπλων Δυνάμεων Ναζίμ πασά δήλωσε στο Κοινοβούλιο «Ο Στόλος έπραξεν ό,τι ήτο δυνατόν. Δυστυχώς ουδέν δυνάμεθα, πλέον, να αναμένωμεν από αυτόν[29]».
Τέλος, παρατίθενται τα λόγια Οθωμανού ανώτερου αξιωματικού, στα οποία συμπυκνώνεται όλη η σημασία των νικών του Ελληνικού Στόλου για τον συμμαχικό αγώνα:
«…ο Ελληνικός Στόλος εμπόδισε την δια θαλάσσης μεταφορά στη Τσατάλτζα 250.000 ανδρών που παραμένουν ακινητοποιημένοι στη Σμύρνη ή τη Συρία από έλλειψη οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου. […]. Χωρίς αυτόν θα ήμασταν προ πολλού στη Σόφια![30]»
—————————————————————————————
Σημειώσεις
[1] Υπήρχε μέχρι τότε η εσφαλμένη αντίληψη ότι το Ναυτικό προοριζόταν για την αντιμετώπιση της πειρατείας και όχι για διεξαγωγή πολέμου. Στην Κρητική Επανάσταση σημαντικό ρόλο έπαιξαν εμπορικά εξοπλισμένα ατμοκίνητα, τα οποία μετέφεραν εφόδια στους επαναστάτες. Δέον είναι να σημειωθεί ότι σε μεγάλο ποσοστό αυτά επανδρώνονταν με πλαγίους τρόπους με στελέχη του Βασιλικού Ναυτικού. Ένα από αυτά, η Ένωσιςκαταδιώχθηκε από οθωμανική μοίρα υπό τον αντιναύαρχο Χόβαρτ, Άγγλος που υπηρετούσε στο Οθωμανικό Ναυτικό, μέχρι το λιμάνι της Σύρου. Η όλη υπόθεση παραλίγο να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο και πανικόβαλε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία καθώς το Βασιλικό Ναυτικό μπορούσε να παρατάξει μόνο ένα αξιόμαχο πλοίο, την ατμοφρεγάταΕλλάς. Σε αυτό το πνεύμα έγιναν οι βιαστικές ναυπηγήσεις της Αμφιτρίτης και τηςΜπουμπουλίνας από το Λονδίνο. Αυτά ήταν κατασκευασμένα ως κοινά εμπορικά, ταχυδρομικά πλοία και υστερούσαν εμφανώς σε πολεμικά χαρακτηριστικά. Η Μπουμπουλίναδεν κατέπλευσε ποτέ στην Ελλάδα επειδή ανατινάχθηκε παρασύροντας στο θάνατο 21 άνδρες. Φωκάς Δ., Χρονικά του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού 1833-1873, ΓΕΝ 1923, σελ 247-8, 108 και Γέροντας Π., «Συμβολή του Βασιλικού Ναυτικού στους Βαλκανικούς Πολέμους», στο Περίπλους ναυτικής ιστορίας, τεύχ. 83(Απρίλιος –Μάιος-Ιούνιος 2013) , Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.
[2] Το 1879 συστάθηκε η Σχολή Ναυτοπαίδων, το 1884 η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το 1887 το Κεντρικό Προγυμναστήριο του Πόρου, το 1884 η Σχολή Τορπιλητών στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και το 1888 η Σχολή Υποβρυχίου Αμύνης. Παράλληλα το 1887 πραγματοποιήθηκε η πρώτη δοκιμή νάρκης. Γέροντας Π., «Η ναυτική εκπαίδευση ως παράγοντας νίκης στους Βαλκανικούς Πολέμους» στο 1912-2012, Εκατό χρόνια από την ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, Υ.Ι.Ν., Αθήνα 2012.
[3] ο.π.
[4] Ευτυχώς δεν εισακούστηκαν οι προτάσεις του Φουρνιέ οι οποίες προέκριναν την ανάπτυξη του ελαφρού στόλου και ιδιαίτερα του υποβρυχιακού όπλου.
[5] Η Ελλάδα είχε «ως αντικειμενικό σκοπό να καταστεί εξάπαντος κυρίαρχος του Αιγαίου και να διακόψει τις συγκοινωνίες μεταξύ Μικράς Ασίας και της ΕυρωπαΊκής Τουρκίας»Στρατιωτική Σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, άρθρο 2, 22 Σεπτεμβρίου/ 5 Οκτωβρίου 1912.
[6] Η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέτασσε στα ευρωπαϊκά της εδάφη 346.000 άνδρες, η Ελλάδα 105.000, η Βουλγαρία 305.000, η Σερβία 223.000 και το Μαυροβούνιο 35.000 άνδρες. Οι βαλκάνιοι σύμμαχοι παρέτασσαν συνολικά 668.000 άνδρες. Δημητρακόπουλος Αναστ, «Η Συμβολή του Ελληνικού Ναυτικού κατά τον συμμαχικό αγώνα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο» στο 1912-2012, Εκατό χρόνια από την ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, Υ.Ι.Ν., Αθήνα 2012, σελ 55.
[7] Φωκάς Δ, Ο Στόλος του Αιγαίου 1912-1913. Έργα και Ημέραι, Ι.Υ.Ν., Αθήνα 1940.Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977. Ρούσσος Γ., Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974, Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήναι 1976. Μαρκεζίνης Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1828-1964, Πάπυρος, Αθήνα 1966.Γέροντας Π. «Η Συμβολή του Βασιλικού Ναυτικού στους Βαλκανικούς Πολέμους» στοΠερίπλους ναυτικής ιστορίας, τεύχ. 83(Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2013), Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.
[8] Ο υπουργός των Ναυτικών επέδωσε στον Παύλο Κουντουριώτη το Βασιλικό Διάταγμα για την προαγωγή του από πλοίαρχο σε υποναύαρχο την ημέρα απόπλου του Ελληνικού Στόλου από το Φάληρο στις 5 Οκτωβρίου του 1912 μέσα σε μια συγκινησιακώς φορτισμένη ατμόσφαιρα (Φωκάς Δ., Ο Στόλος του Αιγαίου 1912-3, έργα και ημέραι, Υ.Ι.Ν. σελ.24)
[9] Έχει μείνει η απελευθέρωση της Λήμνου ως έμπνευση του Παύλου Κουντουριώτη. Εν τούτοις αυτό δεν είναι αλήθεια. Η κατάληψη από τον Ελληνικό Στόλο των κοντινών στα Δαρδανέλλια νησιών εξετάστηκε για πρώτη φορά στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ενώ το 1900 ο αξιωματικός του Ναυτικού Δόσιος πρότεινε την άμεση κατάληψη της Λήμνου στο ξεκίνημα ενός νέου ελληνοτουρκικού πολέμου. Η ιδέα της καταλήψεως της Λήμνου κέρδισε περισσότερο έδαφος με το βιβλίο του Περικλή Αργυρόπουλου «Το Ναυτικό της Ελλάδος Πρόγραμμα». Σε αυτό το βιβλίο επαινούνταν οι Ιάπωνες που στον Ρωσο-ιαπωνικό Πόλεμο κατέλαβαν τους νήσους Elliot και έτσι και απείλησαν το εχθρό και προστάτευσαν τις θαλάσσιες μεταφορές τους. Στον Παύλο Κουντουριώτη πρέπει να του αποδοθούν η τόλμη και η άρτια οργάνωση της επιχείρησης. (Φωτάκης Ζ., «Διπλωματία στρατηγική και πολεμική ετοιμότητα: Η ελληνική ναυτική ισχύς και το διεθνές περιβάλλον, 1897-1913», σελ 26, 1912-2012 εκατό χρόνια από την ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, Υ.Ι.Ν., 2012)
[10] Από όλα τα νησιά που απελευθερώθηκαν πρώτα μόνο οι οθωμανικές δυνάμεις των Ψαρών και της Τενέδου προέβαλαν κάποια αντίσταση.
[11] Για ενίσχυση ενώθηκε ένα τάγμα πεζικού 1000 ανδρών, ένας λόχος ναυτικού αγήματος 250 ανδρών υπό τον υποπλοίαρχο Δεμέστιχα και δύο ακόμη λόχοι από το ναυτικό άγημα που ήταν κατανεμημένο στα νησιά πλησίον της Θράκης (Φωκάς Δ., Ο Στόλος του Αιγαίου…σελ 74)
[12] Η «Μοίρα των Ευδρόμων» αποτελείτο από επίτακτα εξοπλισμένα εμπορικά και συστάθηκε για να βοηθήσει τον «Στόλο του Αιγαίου» αναλαμβάνοντας τις δευτερεύουσες αποστολές.
[13] Η γραμμή παραγωγής είναι το ένα πλοίο μετά το άλλο.
[14] Φωκάς Δ., Ο Στόλος του Αιγαίου 1912-3, έργα και ημέραι, Υ.Ι.Ν., σελ 141-145.
[15] 1912-2012 εκατό χρόνια από την ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, Υ.Ι.Ν., 2012.
[16] Φωκάς Δ., Ο Στόλος του Αιγαίου 1912-3, έργα και ημέραι, Υ.Ι.Ν., σελ 145-147.
[17] Η καταβύθιση και απώλεια της τορπίλης απεδόθη στο ότι στερούμενη της αναγκαίας στεγανότητας, είχε πληρωθεί ύδατος κατά τις προηγούμενες καταδύσεις του υποβρυχίου και είχε χάσει την πλευστότητά της. Είχε αποσταλεί ο Κανάρης με διαταγή του ναυάρχου στην Τένεδο για να αντικαταστήσει της τορπίλες του υποβρυχίου, εν τούτοις ο κυβερνήτης τουΚανάρης θεώρησε ότι ήταν εντάξει και ανέβαλε να τις αντικαταστήσει (Φωκάς Δ., Ο Στόλος του Αιγαίου 1912-3, έργα και ημέραι, Υ.Ι.Ν., σελ 160).
[18] Στη διεθνή βιβλιογραφία ως πρώτη επιθετική περιπολία θεωρείται αυτή των 10 παλαιών γερμανικών υποβρυχίων στις 6 Αυγούστου 1914 στη Βόρεια Θάλασσα εναντίον του Βρετανικού Στόλου κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ο Δελφίν όμως είχε προηγηθεί κατά δύο χρόνια.
[19] Ένα από τα τέσσερα ομοίου τύπου μικρά αντιτορπιλικά (το Ασπίς είχε εκτόπισμα 350 τόνων), τα οποία αργότερα ονομάστηκαν τορπιλοβόλα. Ναυπηγήθηκαν μεταξύ των ετών 1905-7 στα ναυπηγεία Vulkan του Στετίνου, σημερινό Στέτσιν της Πολωνίας. Του ίδιου τύπου: Βέλος, Δόξα και Νίκη.
[20] Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε παραγγείλει 12 τορπιλοβόλα τύπου Σιχάο εκτοπίσματος 85 τόνων. Σουρβίνος Αντ., «Το Πρόγραμμα Εξοπλισμού του Πολεμικού Ναυτικού από το 1824-2000» Δ΄ μέρος, Ναυτική Ελλάς, Απρίλιος 2005.
[21] Φωκάς Δ, Ο Στόλος του Αιγαίου… σελ.184.
[22] Τα Λέων, Πάνθηρ, Ιέραξ και Αετός, τα λεγόμενα «θηρία», καθελκύστηκαν στα ναυπηγεία Camel Laird στο Λίβερπουλ. Τα πλοία αυτά είχαν αρχικά παραγγελθεί από την Αργεντινή. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1912 ύψωσαν την Ελληνική Σημαία και με ξένα πληρώματα απέπλευσαν προς το Αλγέρι, όπου περίμενε το επίτακτο Ιωνία με τα ελληνικά πληρώματα. Πυρομαχικά είχαν τα απολύτως αναγκαία, ενώ τορπίλες δεν αποκτήθηκαν κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και για αυτό ονομάζονταν «ανιχνευτικά». Τα ελληνικά πληρώματα αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες καθώς όλα τα εγχειρίδια και οι επιγραφές ήταν στην ισπανική γλώσσα. Εν τούτοις κατάφεραν να τα κινήσουν και ν’ αποπλεύσουν σε 24 ώρες. Εστάλησαν στις επιχειρήσεις αφού έμειναν στο Ναύσταθμο για λίγες μέρες. Μόνο το Αετόςρυμουλκήθηκε και χρειάστηκε επισκευή 5 εβδομάδων λόγω βλάβης που υπέστη καθώς εισέπλεε στη Μεσόγειο. Παϊζής-Παραδέλης Κ., Τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού 1829-1999, Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος-Εκδόσεις Αστραία .
[23] «Αρχηγός Βουλγαρικού Επιτελείου ανεκοίνωσεν Φραντζή τηλεγράφημα εκ Δεδεαγάτς, κατά το οποίον Τουρκικός Στόλος ετοιμάζεται να εξέλθη. Αναχωρεί πιθανόν αύριον ή μεθαύριον. Περιελθούσαι ημίν οδηγίαι Τουρκικού ναυαρχείου περιλαμβάνουσι διαταγήν όπως εχθρικός στόλος προσελκύση Ελληνικόν υπό φρούρια και συγκεντρώση πυρ διαδοχικώς επί εκάστης μονάδος ημετέρου στόλου. Εν προβλέψει τούτων συνιστώ ανάκλησιν αντιτορπιλλικών, φρουρούντων διόδους Χίου. Υπουργός Στράτος.» Φωκάς Δ., Ο Στόλος του Αιγαίου… σελ.186.
[24] Το Πάνθηρ είχε λυμένη την μηχανή για επισκευή και είχε μείνει στο Μούδρο. Το Λέωντηρούσε την επαφή με τον εχθρό.
[25] Το Ασπίς ήταν μαζί με το Λέων στην παρακολούθηση του εχθρού. Τα Θύελλα, Λόγχη, Δόξα και Βέλος δεν είχαν επιστρέψει από την περιπολία στις διόδους της Σμύρνης (ο ναύαρχος διέθεσε τα τέσσερα αντιτορπιλικά για να αποκλειστούν τα μεταξύ της Χίου και Μυτιλήνης στενά προς τη Σμύρνη με σκοπό να εμποδίσουν ενδεχόμενο κατάπλου τουΧαμηδιέ). Το Νέα Γενεά και το Κεραυνός επισκευάζονταν στον Ναύσταθμο.
[26] Υπάρχει διαφωνία για το αν ερχόταν πρώτο το Τοργκούτ ή το Μπαρμπαρός διότι ήταν πλοία του ίδιου και δεν ήταν εύκολη η διάκρισή τους. Στην τηλεγραφική έκθεση του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη και στο επίσημο σχέδιο της ναυμαχίας αναφέρεται ως πρώτο το Τοργκούτ ως πρώτο. Παρόλα αυτά επιστολή ναύτη ελληνικής καταγωγής που υπηρετούσε στο Οθωμανικό Ναυτικό αναφέρει ως πρώτο το Μπαρμπαρός. Με αυτό συμφωνούν και οι τουρκικές πηγές.
[27] Ο ναύαρχος Κουντουριώτης δεν ύψωσε το σήμα «Ζ» διότι ήθελε να κρατήσει τον στόλο ενωμένο. Ο μοίραρχος Γκίνης προσπάθησε ν’ ακολουθήσει αλλά δεν τα κατάφερε. Από την μελέτη του διαγράμματος της ναυμαχίας προκύπτει ότι, αν η μοίρα των θωρηκτών διατηρούσε την πορεία, την οποία είχε από 12:20 – 12: 30 μέχρι την 1:00, θα βρισκόταν στη θέση ακριβώς που ευρισκόταν και το Γεώργιος Αβέρωφ κατά την ώρα εκείνη, 7600 μέτρα από τον εχθρό. Θα μπορούσε λοιπόν επαναλάβει το πυρ τουλάχιστον από την 1 μέχρι το πέρας της ναυμαχίας. Δηλαδή για μιάμιση ώρα ακόμη. (Φωκας Δ., Ο Στόλος του Αιγαίου…σελ196).
[28] Τσαπράζης Κ., «Παύλος Κουντουριώτης, μια σύντομη βιογραφική περιήγηση», 1912-2012, εκατό χρόνια από την ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, Υ.Ι.Ν., 2012.
[29] Μαυρογιάννης Ξεν., «Βαλκανικοί Πόλεμοι: Υποβρύχιες και Αεροπορικές Επιχειρήσεις Ναυτικής Συνεργασίας», 1912-2012, εκατό χρόνια από την ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, Υ.Ι.Ν., 2012
[30] Une Revanche, une Etape, Jean Leune, Librairie Champlot, Παρίσι 1914, The Life ofKing George, W. Christmas, σελ 391, “Comment les Grecs ont Pris Jamina”, Jean Leune,L’Illustation, τεύχος 3657, 29 Μαρτίου 1913, σελ 278 και Δημητρακόπουλος Αναστ., «Η συμβολή του Ελληνικού Ναυτικού στο συμμαχικό αγώνα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο»,1912-2012, εκατό χρόνια από την ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, Υ.Ι.Ν., 2012.