Το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ήταν φυσικό επακόλουθο μίας περιόδου έντονων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στην Βαλκανική. Η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έδωσε την ευκαιρία στους υποταγμένους λαούς να επιδιώξουν την ελευθερία τους. Τα θεμέλια της Βαλκανικής Συμμαχίας μπήκαν τον Φεβρουάριο του 1912 όταν Βουλγαρία και Σερβία αποφάσισαν να συνάψουν διμερή αμυντική συμφωνία. Καθώς η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της συμμαχίας, μέσω των διπλωματικών προσπαθειών του Πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου τελικά επιτεύχθηκε η προσέγγιση με τους Βαλκάνιους συμμάχους ιδίως με τους Βούλγαρους, με τους οποίους υπήρχαν διαφορές. Έτσι τον Μάιο του 1912 υπογράφηκε η Ελληνοβουλγαρική αμυντική συνθήκη και τον Ιούλιο του 1912 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου, παγιώνοντας την δημιουργία ενός συνασπισμού με αναμφισβήτητη επιθετική αιχμή κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεταξύ των συμμάχων η Βουλγαρία διέθετε τον μεγαλύτερο στρατό, ενώ στην Ελλάδα έπεφτε το βάρος να αντιμετωπίσει από μόνη της τον Οθωμανικό στόλο στη θάλασσα[1].
Την 5η Οκτωβρίου 1912 στον όρμο του Φαλήρου, αναγγέλθηκε η κήρυξη του πολέμου στα πληρώματα των πλοίων και το απόγευμα της ίδιας ημέρας, αφού πραγματοποιήθηκε επιθεώρηση του στόλου από τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ καθώς και η προαγωγή του Παύλου Κουντουριώτη σε Υποναύαρχο, ο στόλος απέπλευσε[2]. Εν μέσω έντονου ενθουσιασμού ο στόλος του Αιγαίου έπλεε με προορισμό την Λήμνο στην οποία έφθασε στη 01:00 το πρωί της 6ης Οκτωβρίου. Η Λήμνος αποτελούσε στρατηγική προτεραιότητα για τον Κουντουριώτη λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της εγγύτητάς της με τα Στενά των Δαρδανελίων. Μέχρι το απόγευμα της 8ης Οκτωβρίου η νήσος είχε πλέον περιέλθει εξ ολοκλήρου στα χέρια των ελληνικών δυνάμεων, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Σχεδόν αμέσως άρχισαν εντατικές εργασίες για την κατασκευή της ναυτικής βάσης του Μούδρου, μέσω της οποίας θα ικανοποιούνταν οι ανάγκες του στόλου ιδίως όσον αφορά περιπολίες μπροστά από τα Στενά, ώστε να αποφευχθεί ο αιφνιδιασμός από πιθανή έξοδο του Οθωμανικού στόλου[3].
Στη συνέχεια, ο Ελληνικός στόλος με σχετική ευκολία απελευθέρωσε τη Θάσο, τον Άγιο Ευστράτιο και την Ίμβρο στις 18 Οκτωβρίου, την Σαμοθράκη στις 19 Οκτωβρίου, τα Ψαρά στις 21 Οκτωβρίου και την Τένεδο στις 24 Οκτωβρίου. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος κατελήφθησαν χάρη σε απόβαση ναυτικών αγημάτων προερχόμενων από το Αβέρωφ. Έπειτα, στις 2 και 4 Νοεμβρίου, απελευθερώθηκαν το Άγιον Όρος και η Ικαρία αντίστοιχα.[4] Για το Άγιον Όρος συγκεκριμένα, λόγω της μεγάλης θρησκευτικής του αξίας, είχε ιδιαίτερη σημασία η έγκαιρη απελευθέρωση του καθώς είχε επιβεβαιωθεί ότι τμήμα του Βουλγαρικού στρατού κατευθυνόταν στην περιοχή. Εκεί κατέπλευσαν εσπευσμένα τα Ελληνικά πλοία «Αβέρωφ», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ». Οι Τούρκοι χωροφύλακες και οι υπάλληλοι εν τέλει παραδόθηκαν στο Αβέρωφ.
Πολύ πιο δύσκολο απεδείχθη το έργο των Ελληνικών δυνάμεων στη Λέσβο και τη Χίο καθώς τα νησιά αυτά είχαν ισχυρές Οθωμανικές φρουρές. Πιο συγκεκριμένα, το πρωί της 8ης Νοεμβρίου κατέπλευσε στη Λέσβο τμήμα του στόλου μέσα στο οποίο βρισκόταν και το Αβέρωφ. Την ίδια ημέρα αποβιβάστηκαν ένα ναυτικό άγημα και ένα τάγμα πεζικού με αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Μυτιλήνης. Η Τουρκική φρουρά αποσύρθηκε στα ενδότερα του νησιού απ’ όπου συνέχισαν να αντιστέκονται για πέντε ημέρες μέχρι την τελική τους παράδοση στον αριθμητικά και ποιοτικά ανώτερο Ελληνικό στρατό. Όσον αφορά την Χίο, στις 10 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε στο λιμάνι της πόλης, αποβατική ενέργεια από ναυτικό άγημα καθώς και έναν λόχο πεζικού. Χρησιμοποιώντας κωπήλατες λέμβους και υπό πυκνά εχθρικά πυρά, οι Ελληνικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν βιαίως και έκαμψαν την εχθρική αντίσταση στο εσωτερικό της πόλης. Οι Τούρκοι αποσύρθηκαν σε καλά οχυρωμένες ορεινές θέσεις απ’ όπου προέβαλαν σφοδρή αντίσταση για πάνω από έναν μήνα. Τελικά την 20η Δεκεμβρίου, οι ενισχυμένες Ελληνικές δυνάμεις πραγματοποίησαν έφοδο και μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας αιχμαλώτισαν όλη την Τουρκική φρουρά. Το Αιγαίο ήταν πλέον ελεύθερο.[5]
Βιβλιογραφία
- Αντιναύαρχος Ι. Παλούμπης Π.Ν., Βαλκανικοί Πολέμοι – Ο Ναυτικός Αγώνας 1912-1913, Γ έκδοση Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος, Πειραιάς 2012.
- Παναγιώτης Γέροντας, Μεθ΄Ορμής Ακαθέκτου, Επίτομη Ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού 1821-1945, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Έκδοση του Περιοδικού «Ναυτική Επιθεώρηση».
- Νίκου Α. Σταθάκη Θ/Κ Γ. Αβέρωφ, Χρονικό του Θωρηκτού της νίκης, Έκδοση Πολεμικού Ναυτικού 1987.
- Ελένη Γαρδίκα – Κατσιαδάκη & Γιώργος Χαρωνίτης, Το Θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2002.
[1] Αντιναύαρχος Ι. Παλούμπης Π.Ν., Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ο Ναυτικός Αγώνας 1912-1913, Γ έκδοση Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος, Πειραιάς 2012, σ.28, 32.
[2] Ελένη Γαρδίκα – Κατσιαδάκη & Γιώργος Χαρωνίτης, Το Θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2002, σ.31.
[3] Παναγιώτης Γέροντας, Μεθ΄Ορμής Ακαθέκτου, Επίτομη Ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού 1821-1945, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Έκδοση του Περιοδικού «Ναυτική Επιθεώρηση», σ.196-197.
[4] Ελένη Γαρδίκα – Κατσιαδάκη & Γιώργος Χαρωνίτης, Το Θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2002,σ.34.
[5] Αντιναύαρχος Ι. Παλούμπης Π.Ν., Βαλκανικοί Πολέμοι – Ο Ναυτικός Αγώνας 1912-1913, Γ έκδοση Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος Πειραιάς 2012, σ.58-62.