Αξέχαστη, με πύρινα χρώματα δουλεμένη θα μείνει στο νου μας η εικόνα του συγκινητικού ενθουσιασμού και της αγνώριστης χαράς που κατέλαβε τους κατοίκους της Μυτιλήνης όταν αντίκρισαν την 8ην Νοεμβρίου τον “Αβέρωφ” Αξέχαστη, με πύρινα χρώματα δουλεμένη θα μείνει στο νου μας η εικόνα του συγκινητικού ενθουσιασμού και της αγνώριστης χαράς που κατέλαβε τους κατοίκους της Μυτιλήνης όταν αντίκρισαν την 8ην Νοεμβρίου τον “Αβέρωφ” με τα άλλα πλοία του Στόλου μας, που έρχονταν να τους ελευθερώσουν.
Ήταν ένα ξετύλιγμα σκηνών, κατά το οποίον όλες οι αισθήσεις λουσμένες σε καινούργια ψυχική κολυμβήθρα, τινάζονται μεγάλες, κραταιές, γεννημένες από άλλους κόσμους για να φανούν ισάξιοι και να μη πέσουν κάτω από τα αισθήματα που τις περιβάλλουν.
Με το πέσιμο των αγκυρών στην θάλασσα όλοι σχεδόν κάνουν το σταυρό τους. Πολλοί πέφτουν από το αγιασθέν πια νερό της θάλασσας και βρέχουν το κεφάλι τους. Όλοι κλαίουν, όλοι γελούν, όλοι φωνάζουν. Χριστός Ανέστη. Οι πυροβολισμοί ξεσχίζουν τον αέρα, και από το ξέσχισμα εκείνο μελένιοι, μαλακοί, ψαλμωδικοί περνούν οι ήχοι των καμπανών. Όλη εκείνη η μάζα του κόσμου ζει, αισθάνεται , αναπνέει με μια ψυχή.
Οι βάρκες πλησιάζουν, ζώνουν σαν με κρίκο τον “Αβέρωφ”
Οι άνθρωποι φωνάζουν να ανέβουν επάνω. Δυστυχώς αυτό δεν μπορεί να επιτραπεί.
Τότε ανοίγουν τα μαντίλια τους, ξύνουν με μικρούς σουγιάδες την μπογιά από τις πλευρές του Θωρηκτού, την φιλούν και την φυλάγουν σφιχτοδεμένη για το πιο τίμιο και άγιο φυλαχτό.
Από το βιβλίο ‘Τα ανέκδοτα του Ναυάρχου Κουντουριώτη’ υπό Κ.Φαλταϊτς 1913