Περισσότερα

    Βιογραφία Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη

    ΑρχικήΘ/Κ Γ. ΑΒΕΡΩΦΙστορίαΒιογραφία Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη

    Ο Παύλος Κουντουριώτης (9 Απριλίου 1855 − 22 Αυγούστου 1935) ήταν ναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού και αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Συμμετείχε στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της τριανδρίας και διετέλεσε δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

    Γεννήθηκε στην Ύδρα και ήταν γιος του Θεοδώρου Κουντουριώτη, προξένου και βουλευτή, και της Λουκίας Νεγρεπόντη. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη και ήταν εγγονός του Γεωργίου Κουντουριώτη, πλοιοκτήτη και Προέδρου της πρώτης προσωρινής κυβέρνησης της επαναστατημένης Ελλάδας, καθώς και αδερφός του τραπεζίτη και πολιτικού Ιωάννη Κουντουριώτη, ενώ από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την χιώτικη οικογένεια Νεγρεπόντη και ήταν δισέγγονος του Κωνσταντίνου Χατζερή, ηγεμόνα της Βλαχίας.

    Ακολουθώντας τη ναυτική παράδοση της οικογένειας, το 1874, σε ηλικία 19 ετών, κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό. Το 1886 ως Ανθυποπλοίαρχος, κυβερνήτης κανονιοφόρου διακρίθηκε στον βομβαρδισμό του φρουρίου της Πρεβέζης, όπου διέφυγε κάτω από τις πλώρες των τουρκικών πλοίων με ελάχιστες ζημιές και απώλειες. Στην Κρήτη κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 με τον βαθμό του Πλωτάρχη, ως κυβερνήτης του ατμομυωδρόμωνος «Αλφειός», αποβίβασε το εκστρατευτικό σώμα του Συνταγματάρχου Τιμολέοντος Βάσσου στο Κολυμπάρι Χανίων και στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς τον Απρίλιο του 1897. Ως κυβερνήτης του εκπαιδευτικού «Μιαούλης», ο Αντιπλοίαρχος τότε Κουντουριώτης πραγματοποίησε το πρώτο υπερπόντιο ταξίδι ελληνικού πολεμικού στην Αμερική. Το 1908 έγινε υπασπιστής του βασιλέως Γεωργίου Α΄ και τον επόμενο χρόνο προήχθη σε πλοίαρχο.

    Τον Ιούνιο του 1911 αναλαμβάνει τη θέση του Κυβερνήτη στο νεότευκτο θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» με το βαθμό του Πλοιάρχου και το φέρνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων στις 5 Οκτωβρίου 1912 προάγεται σε Υποναύαρχο. Στη συνέχεια γίνεται αρχηγός του στόλου του Αιγαίου και αναλαμβάνει δράση. Καταλαμβάνει τη Λήμνο, ενώ τις επόμενες ημέρες ακολουθούν οι Θάσος, Ίμβρος, Τένεδος, Ψαρά, Άγιος Ευστράτιος και Σαμοθράκη. Κατορθώνει να ελευθερώσει όλα τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης της Χίου και της Λέσβου. Με το θωρηκτό «Αβέρωφ» επικεφαλής του ελληνικού Στόλου συμμετέχει σε δύο ναυμαχίες, σε αυτή της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και σε αυτή της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), κατά τη διάρκεια των οποίων κατατροπώνει τον τουρκικό Στόλο προξενώντας του καταστροφές και ανθρώπινες απώλειες, ενώ αποκτά τον πλήρη έλεγχο του Αιγαίου. Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων προάγεται σε Αντιναύαρχο δια εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας. Είναι ο πρώτος Έλληνας μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη που λαμβάνει αυτό τον βαθμό. Στη συνέχεια, στις 25 Οκτωβρίου 1915 αποστρατεύεται και αναλαμβάνει το υπουργείο Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη. Διαφωνώντας με την πολιτική της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Σεπτέμβριο 1916 προσχωρεί στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας και μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη, όπου συμμετέχει ως μέλος της Τριανδρίας της επαναστατικής Κυβερνήσεως μαζί με το Στρατηγό Δαγκλή και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τον Ιούνιο του 1917, μετά την έξωση του βασιλιά Κωνσταντίνου, η Ελλάδα επανενώνεται και ο Κουντουριώτης επιστρέφει στην Αθήνα, όπου αναλαμβάνει για ακόμη μια φορά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου ναυτικών, όπου εργάζεται δραστήρια, προκειμένου ο Ελληνικός Στόλος να ανασυγκροτηθεί. Στο τέλος του 1919 παραιτείται από το Υπουργείο Ναυτικών και αποστρατεύεται, λαμβάνοντας τον βαθμό του ναυάρχου τιμής ένεκεν.

    Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου στις 12 Οκτωβρίου 1920 καλείται από τη Βουλή των Ελλήνων να αναλάβει τα καθήκοντα του Αντιβασιλέως μέχρι το Νοέμβριο του 1920 και τη διεξαγωγή των εκλογών, που ο Ε. Βενιζέλος είχε ήδη προκηρύξει, και ξανά μετά την αναχώρηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου για την Μικρά Ασία (την άνοιξη του 1921 μέχρι την άνοιξη του 1922). Επίσης, μετά το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την επακόλουθη καταστροφή τον Αύγουστο του 1922 και μετά την έξωση του βασιλέως Γεωργίου Β΄ από τη χώρα, το Δεκέμβριο του 1923 ο Ναύαρχος Κουντουριώτης καλείται εκ νέου να αναλάβει το καθήκον του αντιβασιλέα έως το Μάρτιο του 1924. Τότε, με μοχλό τον Α. Παπαναστασίου, ανακηρύσσεται η Δημοκρατία στην Ελλάδα. Από την Εθνοσυνέλευση ανατίθεται στον Κουντουριώτη να κρατήσει προσωρινά το Ύπατο αξίωμα αυτής, δηλαδή την Προεδρία. Ως πρόσωπο μεγάλου κύρους και ευρείας αποδοχής, ουσιαστικά από Αντιβασιλέας μετονομάζεται σε προσωρινός πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Τον Ιούνιο του 1925 ο Στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος ανατρέπει την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου και τον Ιανουάριο του 1926 καταλύει και τη Βουλή, εγκαθιδρύοντας δικτατορία. Ο Κουντουριώτης σε ένδειξη διαμαρτυρίας παραιτείται από το αξίωμά του και φεύγει πικραμένος για την Ύδρα. Το Μάιο του 1929 επανεκλέγεται από την Ελληνική Βουλή και τη Γερουσία στο αξίωμα του Τακτικού Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, θέση, από την οποία παραιτείται, οριστικά αυτή τη φορά, για λόγους υγείας , το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.

    Είχε νυμφευθεί δύο φορές: Στο Λονδίνο το 1889 με την Αγγελική Πετροκόκκινου (1865-1903), η οποία απεβίωσε από φυσικά αίτια και στην Αθήνα το 1918 με την Ελένη Κούππα (1876-1957). Απέκτησε τρία παιδιά με την πρώτη του σύζυγο, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Ο γιος του, Θεόδωρος Κουντουριώτης, που κατετάγη στο Πολεμικό Ναυτικό, διετέλεσε κυβερνήτης του θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ» κατά την επάνοδο του Στόλου στην Ελλάδα μετά την Κατοχή. Ο εγγονός του Παύλος, γιος του Θεοδώρου, σταδιοδρόμησε και αυτός στο Πολεμικό Ναυτικό και ανέλαβε ως πρώτος κυβερνήτης του Αβέρωφ, το 1984 κατόπιν της αποφάσεως να αναγεννηθεί το πλοίο ξανά. Απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο και, ακόμα και με το θάνατό του, έδωσε μάθημα σεμνότητας προς το έθνος. Συγκεκριμένα είχε ζητήσει με τη διαθήκη του να αποφευχθεί κάθε ματαιόδοξη πομπή κατά την εκκλησιαστική τελετή και ταφή του, που κατόπιν επιθυμίας του έγινε στον οικογενειακό του τάφο στην Ύδρα. Απαίτησε η τελετή να γίνει στο μικρό ναΐσκο της οικογένειάς του και να τελεστεί από ένα μόνο ιερέα σεμνά. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το φέρετρό του φρουρούσαν τέσσερις υπαξιωματικοί με επικεφαλής ένα σημαιοφόρο. Στη διαθήκη του, αφού εκφράζει την αγάπη του για την οικογένειά του και μεριμνά για τη διατήρηση της προγονικής του παράδοσης, η σκέψη του στρέφεται ολόκληρη στην Πατρίδα, στην οποία και αφιερώνει τις τελευταίες του λέξεις: «Όλη μου η στοργή ανήκει εις την Ύδρα, όλη μου η ψυχή εύχεται προς τον Θεόν διαπύρως να φυλάττει την Ελλάδα».